-
1 κεφαλαίοις
κεφάλαιοςof the head: masc /neut dat pl -
2 κεφάλαιον
κεφάλαιον, τό, die Hauptsache, der Hauptpunkt, das Höchste u. Wichtigste in einer Sache; ὅτι περ κεφάλαιον τῶν κάτωϑεν ἤγαγες, den bedeutendsten der Todten, mit Anspielung auf Perikles' Kopf, Eubul. bei Plut. Pericl. 3; so von Personen bes. Sp., wie Luc. Hermot. 14; τῶν λόγων Pind. P. 4, 116; ἐν αἷς ἐπιστολαῖς πολλῶν ἄλλων γεγραμμένων, κεφάλαιον ἦν πρὸς Λακεδαιμονίους Thuc. 4, 50, neben anderen war der Hauptpunkt; ἡ πραγματεία αὐτῆς ἅπασα καὶ τὸ κεφάλαιον εἰς τοῠτο τελευτᾷ, die Hauptsache kommt darauf hinaus, besteht darin, Plat. Gorg. 453 a; τὸ κεφ. ὧν ζητεῖς Phaedr. 95 b; κεφ. παιδείας λέγομεν τὴν ὀρϑὴν τροφήν Legg. I, 643 c; oft bei den Rednern, κεφάλαιον δὲ τῶν εἰρημένων· ἐκεῖνοι γάρ –, die Hauptsumme, das Resultat ist, daß –, Isocr. 4, 149; Is. 1, 48 Lys. 19, 40 u. sonst oft für kurze Uebersicht, in der die Hauptpunkte zusammengefaßt sind, das letzte Ergebniß, auch bei Rechnungen, die Hauptsumme; bei den Rhetoren die allgemeinen Sätze, aus denen man die Beweise hernimmt, D. Hal. rhet. 10 u. A. – Κεφάλαιον ἐπιτιϑέναι τινί, einer Sache den Kopf, die Krone aufsetzen, sie vollenden; προδιαφϑείρας τοὺς κριτάς, δύο ταῦτα ὥςπερ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέϑηκεν Dem. 21, 18. – Dah. adverbial ἐν κεφαλαίῳ, im Allgemeinen, im Ganzen, überhaupt; ὡς ἐν κεφ. εἰπεῖν Plat. Conv. 186 c; vgl. Soph. 232 e Phaedr. 267 d, öfter; auch ἐν κεφαλαίοις, 288 d Tim. 19 a; τὸ πλῆϑος ἡμῖν πρῶτον εἰπὲ ἐν κεφ. Xen. Cyr. 6, 3, 18; ἐν κεφαλαίοις ἀποδείξειν Lys. 13, 33; ἐν κεφαλαίοις περιλαβεῖν τὴν δύναμιν Isocr. 2, 9; ὡς ἐν κεφ. τις ἂν εἴποι Dem. 24, 5, dem Luc. Nigr. 1 ἀκριβῶς entgegensetzt; auch βραχυτάτῳ κεφαλαίῳ μαϑεῖν, Thuc. 1, 36. – Eben so ἐπὶ κεφαλαίου καὶ διὰ βραχέων ποιήσασϑαι τὴν ἐξήγησιν, summarisch, Polyb. 1, 65, 5, vgl. 3, 5, 9; Dem. ταῦτα ἐπὶ κεφαλαίων εἰπεῖν πειράσομαι, 60, 6; Arist. eth. 2, 7 setzt dem τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ λέγειν das ἀκριβέστερον διορίζειν entgegen. – Das Kapital, ἐξὸν ἀποδιδόναι τῷ δανεισαμένῳ μήτε τόκον μήτε κεφάλαιον Plat. Legg. V, 742 c; Aesch. 3, 104; Plut. Fab. 4. – Bei Sp. auch das Kapitel. – Uebh. = κεφαλή; τῆς ῥαφανῖδος, das Kopfende des Rettigs, der Rettigkopf, Ar. Nubb. 987; so γλαύκου, eines Fisches, Sotad. Ath. VII, 293 b. – Eigtl. neutr. von
-
3 κεφάλαιος
A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κ. (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra. 854;τὸ κ. μέρος PMasp.151.16
(vi A.D.): [comp] Sup. - ότατος v.l. in Pl.Grg. 494e.II mostly Subst. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, head, parts about the head, esp. of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in pl., Amphis 35, Sotad. Com.1.5; alsoκ. ῥαφανῖδος Ar.Nu. 981
; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1.2 chief or main point,κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg. 643c
; esp. in speaking or writing, sum, gist of the matter,κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116
;κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75
, cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.;κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62
, cf. 5.154;κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68
S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp. 186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9;βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36
; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. - αίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN 1107b14;ἐπὶ κ. Plb.1.65.5
, 3.5.9;ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315
, etc.; esp. in an argument, summing up,ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c
; κεφαλαίῳ δέ .., Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κ. ib.213;τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10
; συναγαγεῖν τὸ κ. to sum up, Arist.Metaph. 1042a4.3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93;τὸ κ. οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk. 173
;ὅ τι περ τὸ κ. Luc.Harm. 3
, Gall.24, Philops.6; τὰ κ. τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14;τὸ κ. τοῦ πολέμου App.BC5.50
; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43;τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κ. Jul.Or.3.125d
: hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4;τὸ κ. τῆς εὐδαιμονίας ἡ διάθεσις Diog.Oen.57
.4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31.b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κ. for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.;κ. ἀργυρικά PRyl.133.15
(i A.D.); alsoσιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κ. PSI4.281.31
(ii A.D.).6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7;δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι.. ἐπέθηκε Id.21.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλαιος
-
4 κεφαλαιον
1) главное, основное, сущность(κ. παιδείας Plat.; κεφάλαιά τινος λέγειν Arst.; ἐπὴ τοῖς λεγομένοις NT.)
ἔστι δὲ τὸ κ. ὦν ζητεῖς Plat. — сущность того, что ты ищешь, такова;τὸ κ. εἰς τοῦτο τελευτᾷ Plat. — суть дела сводится к следующему;πολλῶν γεγραμμένων κ. ἦν Thuc. — основное в пространном письме (персидского царя) гласило2) общая сумма, итог, общее, целоеὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν Plat. — вообще говоря;
τὸ πλῆθος ἐν κεφαλαίῳ Xen. — общее количество;ἐν κεφαλαίοις ἀποδείξειν Lys. — показать в общих чертах;βραχυτάτῳ κεφαλαίῳ Thuc. — в самом сжатом виде3) итог, завершение(κ. ἐπιτιθέναι ἐπί τινι Dem.)
4) глава, главное лицоτὸ κ. τῶν κάτωθεν Plut. — важнейшее лицо среди умерших ( о Перикле);
τὰ κεφάλαια τῶν μαθημάτων Luc. — главные философы5) капиталπολλοῦ κεφαλαίου NT. — за большие деньги6) утолщенный конец, головка(τῆς ῥαφανῖδος Arph.)
-
5 παλιλλογεω
-
6 περιλαμβάνω
A embrace, τινα X. An.7.4.10, Smp.9.4, LXXGe.29.13, etc.; grasp,ταῖς χερσὶν πέτρας Pl.Sph. 246a
: hence πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος π. Hp.VM9.2 encompass or surround an enemy, Hdt.8.7,16, Plb.2.29.5, etc. ; μετεώρους τὰς ναῦς π. intercept them at sea, Th.8.42 ;χάρακι π. κύκλῳ τὴν πόλιν Plb.1.48.10
; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.5.23 ; πανοικίῃ τινὰ π. Id.8.106;π. τὸν θῆρα Pl.Sph. 235b
; π. τόπον ὑπὸ [ διφθέραις] cover it over, Phylarch.41 J.; also of water,πλείω π. τόπον Plb.4.39.8
:—[voice] Pass., to be caught, trapped,οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.Pl. 934
; τῷ καιρῷ περιληφθέντες constrained by.., Plb.6.58.6, etc.3 compass, get possession of,ἅπαντα τὰ ἐκείνου Is.8.37
;πάντα π. ταῖς ἐλπίσιν Plb.8.1.3
; acquire an art, Phld.Rh.2.21 S.II encase or cover all round,τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον Id.Criti. 116b
;νεύροις.. κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη Id.Ti. 77e
;χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Plb.10.27.10
;χαλκοῖς ἥλοις Moschio
ap.Ath.5.207b:—[voice] Pass., of substances taken in a medium, Ph.Bel.89.17.III comprehend, include, ;τῷ λόγῳ Id.8.141
;τῷ λόγῳ τὸ ὄν Pl.Sph. 249d
; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι ib. 226e, cf. Plt. 288c ([voice] Pass.); δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ.. τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν since one name includes the two, and a third class besides, Id.Lg. 837a ; μιᾷ ἰδέᾳ καθ' ἓν ἕκαστον π. Id.Phdr. 273e ;π. πάντα D.61.30
;π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plu.Luc.9
;τὴν ἱστορίαν γραφῇ Id.Cic.41
; π. τὴν.. διάλεκτον compass it (Coraës παραλαβεῖν), Id.Ant.27; βραχεῖ λόγῳ π. Luc. Peregr.42 ;π. ταῖς συνθήκαις τινά Plb.5.67.12
;ὅσα μὴ σφόδρα περιείληφε ἓν ὁ νόμος τι προσαγορεύσας Lycurg.9
:—[voice] Pass.,θήρα πάμπολύ τι πρᾶγμά ἐστι περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχέδον ἑνί Pl.Lg. 823b
;περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Arist.Pol. 1287b19
;τοσούτων περιειλημμένων κακῶν Phld.Sto.339.13
(- ειλλημε- Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλαμβάνω
См. также в других словарях:
κεφαλαίοις — κεφάλαιος of the head masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… … Dictionary of Greek